- συνάμφω
- Ακαι οι δύο ή και τα δύο μαζί («Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων συνάμφω πεζοὶ μὲν πέντε μυριάδες», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἄμφω «και οι δύο μαζί»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάμφω — both together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)